- αεριοποίηση
- ή εξαερίωση, η (Χημ. Τεχνολ.)η μετατροπή στερεών ή υγρών καυσίμων σε αέρια καύσιμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αεριοποιήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να αεριοποιηθεί, να μετατραπεί σε αέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεριοποίηση απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifiable] … Dictionary of Greek
αεριοποιώ — ( έω) μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + ποιώ απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier. ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός] … Dictionary of Greek
Μεντελέγεβ, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς — (Dmitri Ivanovitch Mendeleyev,Τόμπολσκ 1834 – Πετρούπολη 1907). Ρώσος χημικός. Η φήμη του συνδέεται με τον θεμελιώδους σημασίας περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Ο Μ. ήταν το τελευταίο από τα δεκαεπτά παιδιά του διευθυντή του γυμνασίου του Τόμπολσκ … Dictionary of Greek